τἄμ'

τἄμ'
ἀ̱μά , ἁμός 1
neut nom/voc/acc pl
ἀ̱μά̱ , ἁμός 1
fem nom/voc/acc dual
ἀ̱μά̱ , ἁμός 1
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἀ̱μέ , ἁμός 1
masc voc sg
ἀ̱μαί , ἁμός 1
fem nom/voc pl
ἄμαι , ἄμη
shovel
fem nom/voc pl
ἄμᾱͅ , ἄμη
shovel
fem dat sg (doric aeolic)
ἄμα , ἄμπ
repose
neut nom/voc/acc sg
ἀμί , ἀμίς
chamber-pot
fem voc sg
ἐμέ , ἐγώ
I at least
masc/fem acc 1st sg
ἐμά , ἐμός
mine
neut nom/voc/acc pl
ἐμά̱ , ἐμός
mine
fem nom/voc/acc dual
ἐμά̱ , ἐμός
mine
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἐμέ , ἐμός
mine
masc voc sg
ἐμαί , ἐμός
mine
fem nom/voc pl
ἀμά , ἡμός
neut nom/voc/acc pl (aeolic)
ἀμά̱ , ἡμός
fem nom/voc/acc dual (aeolic)
ἀμά̱ , ἡμός
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἀμέ , ἡμός
masc voc sg (aeolic)
ἀμαί , ἡμός
fem nom/voc pl (aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταμ ταμ — το, Ν 1. χάλκινο κρόταλο ή τύμπανο 2. μουσ. α) μορφή κινεζικού γκονγκ από σφυρηλατημένο μπρούντζο, η επιφάνεια τού οποίου είναι επίπεδη και το χείλος του ελαφρά ανασηκωμένο β) ξύλινο αφρικανικό τύμπανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μετάδοση… …   Dictionary of Greek

  • ταμ-ταμ — Κρουστό μουσικό όργανο ανατολικής προέλευσης. Αποτελείται από ένα μεταλλικό δίσκο, με στρογγυλεμένη περίμετρο. Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη που καθορίζουν τη διαφορετική έκταση του ήχου. Κρούεται με ένα ρόπαλο ντυμένο με τσόχα ή φελλό και… …   Dictionary of Greek

  • Ταμ, Ιγκόρ Ευγκένιεβιτς — (Βλαδιβοστόκ 1895 – Μόσχα 1971). Ρώσος θεωρητικός φυσικός. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας από το 1924 έως το 1941, το 1933 έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ και το επόμενο έτος ερευνητής στο Ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

  • ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… …   Dictionary of Greek

  • ταμπούρλο — Oνομάζεται και ταμπούρο. Κρουστό όργανο με ακαθόριστο ήχο, εξαιρετικά διαδεδομένο σε παλαιότερους χρόνους σε διάφορους πολιτισμούς. Σχεδόν με τη σημερινή μορφή ενός κυλίνδρου από ξύλο ή μέταλλο, με τις δυο πλευρές κλεισμένες με καλά τεντωμένη… …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Θιβέτ — (θιβετιανά Μποντιούλ, κινεζικά Τσαγκ ΤαγκΞιζάγκ). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (1.220.000 τ. χλμ., 2.620.000 κάτ. το 2000), η οποία από το 1951 αποτελεί αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πρωτεύουσα είναι η Λάσα. Η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”